Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ «ΒΛΕΠΕΙΝ»

Όλες οι πίστεις για μας, τον κόσμο γύρω μας, τα πράγματα, είναι απλώς… θεωρήσεις. Θεωρήσεις, από τις οποίες φτιάχνουμε θεωρίες, ανάλογες με την λογική σκέψη που συμπληρώνεται από τα παρουσιαζόμενα του φαινόμενου κόσμου. Όπως το λέει όμως η λέξη, «φαινόμενου» κόσμου, δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που μόνο φαίνεται, αλλά, είναι όμως και έτσι;

Από την εμπειρία μου, και τις βιωματικές μου αποκαλύψεις διαπίστωσα στην πάροδο του χρόνου ότι ενώ ναι, είναι έτσι, είναι η αλήθεια ως προς το παρόν πεδίο, το θέμα έχει να κάνει με το τι σημαίνει για τον καθένα μας όμως αλήθεια «αυτού που βλέπουμε» τελικά, και όχι το ποια είναι η αντικειμενική αλήθεια, και το τι σημαίνει αντικειμενική αλήθεια.

Γιατί το τι είναι αλήθεια, πραγματικότητα, δεν τον απασχολεί τελικά κανέναν, γιατί απλά, δεν βλέπουμε αυτήν την αλήθεια. Την καθολική. Δεν μπορούμε να τη δούμε. Υπό αυτή την έννοια ότι κι αν δούμε είναι ένα ψέμα. Όχι ως γεγονός όμως. Μην μπερδέψουμε τα πράγματα. Είναι ψέμα, ως προς τη «βαρύτητα» ή τη «θέση» που θα έχει μέσα μας σε σχέση με τον επηρεασμό της όλης μας ψυχολογίας από αυτό που παρουσιάζεται. Διότι φτάνουν όλα τα φαινόμενα, να αφορούν το τι «σημαίνουν» για μας ως προς το τι «νομίζουμε» προσωπικά ο καθένας μας γι’ αυτά. Για ίδια οπότε διαδραματιζόμενα γεγονότα, αντικείμενα, ανθρώπους, εγώ, εσύ, ο άλλος και ο κάθε άλλος, φτάνουμε να τα αντιμετωπίζουμε και να τα βλέπουμε υπό το πρίσμα του δικού μας «προσωπικού» κόσμου ο καθένας μας, και όχι υπό το πρίσμα της αντικειμενικής πραγματικότητας που έχουν ως αυτό που είναι, και τέλος!

Αυτό σημαίνει πως για ένα γεγονός, εσώτερα ο καθένας μας, βγάζει τελείως διαφορετικά συμπεράσματα κι αυτό, για το ίδιο γεγονός, που (μόνο) θεωρητικά ως ίδιο το βλέπουμε όλοι.  Ενώ αυτό το γεγονός, η κατάσταση, ή το άτομο μπρος μας, είναι μεν αυτό που είναι, (αυτό που φαίνεται, όπως φαίνεται, αντικειμενικά, καθαρά,) μέσα μας, προστίθενται οι «σκέψεις μας» γι’ αυτό, (οι πεποιθήσεις μας, τα όρια μας, όλες οι παρελθούσες μας εμπειρίες, παρόμοια περιστατικά και η καταγραφή της κατάληξης αυτών) και τελικά, σε αυτές τις σκέψεις «μονάχα» βασιζόμαστε ως προς την τελική κρίση μας για ότι μα ότι κι αν αντικρίζουμε ή ζούμε, και όχι στην αλήθεια που το αφορά αυτή καθαυτή.

Άρα, «νομίζουμε» πως βλέπουμε καθαρά αυτό που φαίνεται μπρος στα μάτια μας, αλλά τελικά, καμία σχέση. Κι αυτό, γιατί είμαστε τόσο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ταυτισμένοι με τις υποσυνείδητες (χωρίς να το καταλαβαίνουμε) καταγραφές μας, που το συμπέρασμα που βγάζουμε για το κάθε τι που συμβαίνει, αφορά μία έγκριση ή απόρριψή του, βασιζόμενοι όχι σε αντικειμενικότητα, αλλά σε μία υπόγεια ακαριαία δεδομένη λειτουργία μέσα μας, που αποτελείται από έναν καθορισμό και προγραμματισμό, εξαιτίας του οποίου δρούμε  γενικότερα, όσων αφορά τους άλλους, τις καταστάσεις, εμάς, και γενικότερα τη ζωή μας.

Και τι κάνουμε επίσης; Εγκρίνοντας αυτό που βλέπουμε, αυτόματα το καταχωρούμε ως σωστό, και απορρίπτοντας το, ως λάθος. Προς τι όμως αυτή η κατηγοριοποίηση; Δεν μπορούμε κάτι να το δεχτούμε απλά και μόνο ως «γεγονός», μη χρωματίζοντας το, και μη βγάζοντας καθολικές απόψεις;

Όχι. Δεν μπορούμε. Δεν έχουμε μάθει κατ’ αρχήν να κάνουμε κάτι τέτοιο. Ότι φαίνεται λοιπόν, δεν είναι για μας και αυτό που είναι αντικειμενικά, γιατί το τι ακριβώς είναι, τι σημαίνει δηλαδή όπως είπαμε για μας, καθορίζεται από το μηχανισμό μέσα μας μέσα από τον οποίο καταλήγουμε σε συμπεράσματα ως προς αυτό και τελικά δεν αποφασίζουμε εμείς, αλλά ο μηχανισμός αυτός μέσα μας αποφασίζει για μας. Και όπως ήδη αναφέρθηκε αφού, είτε το καταχωρούμε ως σωστό και το πρεσβεύουμε, και ως λάθος και το απορρίπτουμε, (κι αυτή είναι η συνήθης λειτουργία του μηχανισμού), είτε, το εξετάζουμε μέσα μας υπό το πρίσμα μιας άλλης λειτουργίας, που ουδεμία σχέση έχει όμως με τη διαδικασία της σκέψης, και της παρακαταθήκης του προαναφερθέντος μηχανισμού.

Δεν παίρνουμε λοιπόν το σωστό ως τον έναν πόλο, και το λάθος, ως τον αντίθετο του, αλλά αντιμετωπίζουμε «την άποψη μας» γι’ αυτό, (δηλαδή είτε το θεωρούμε σωστό είτε λάθος, και τα δύο αυτά μαζί) ως τον έναν πόλο, με τον άλλο πόλο να έχει να κάνει με μία εντελώς διαφορετική κατάσταση «κοιτάγματος», που ουδεμία σχέση έχει με την έννοια του «σωστού», ή του «λάθους».

Γιατί μέσα μας, υπάρχει μία τέτοια δυνατότητα. Έχει να κάνει με δυνατότητα, γιατί αφορά  ανάπτυξη της ώστε να μπορεί να λειτουργήσει. Αφορά, ένα κοίταγμα ακαριαίο, χωρίς την ύπαρξη καμίας απολύτως διαδικασίας, ή μηχανισμού που πρέπει να λειτουργήσει υπόγεια (όπως το υποσυνείδητο) ώστε να μας κατευθύνει. Αυτό το κοίταγμα, δεν προτίθεται να σταθεί στην επιφανειακότατα όμως των νοητικών συνειρμών, ως το αποτέλεσμα υποσυνείδητων κατευθύνσεων, αλλά τι γίνεται; Αφορά, την «παράκαμψη» της διαδικασίας της σκέψης, μια και όπως είπαμε με τη σκέψη καταλήγουμε είτε σε κάτι «σωστό», είτε σε κάτι «λάθος», αλλά όχι σε κάτι «αληθινό». Γιατί αληθινό δεν είναι ούτε το σωστό, ούτε και το λάθος αλλά κάτι πέραν και από τα δύο. Βασικά, έχει να κάνει με ένα είδος ….«βύθισης».

Άγνωστη βέβαια η βύθιση από τη νόηση του ανθρώπου γιατί η νόηση λειτουργεί, μονάχα επιφανειακά. Είναι σαν οι σκέψεις να έχουν να κάνουν με τα σύννεφα, και σε αυτές να  ανήκουν και τα συμπεράσματα περί σωστού και λάθους και η βύθιση, να έχει να κάνει με τον ουρανό που βρίσκεται πάντα πίσω από τα σύννεφα. Είτε είναι πολλά, είτε λίγα, είτε «βαριά», είτε ανάλαφρα αυτά τα σύννεφα. Υπάρχει λοιπόν περίπτωση τα σύννεφα να έχουν ποτέ τη δυνατότητα «να συλλάβουν» τη λειτουργία του ουρανού; Όχι βέβαια.

Η σκέψη βασικά, μια και η γενικότερη διαδικασία της είναι συνειρμική, αφορά αντίδραση στις καταστάσεις, από κάτι που προηγήθηκε στο παρελθόν και έχει καταχωρηθεί, άρα, δεν αποτελεί ποτέ εσωτερικά, λειτουργία ως δράση μέσα στον άνθρωπο. Αφού έχει προηγηθεί κάτι άλλο, δεν αποτελεί ξεκάθαρα «αντίδραση»; Φυσικά! Απλά με τις σκέψεις μας αντιδρούμε μέσα μας, και εφόσον ερχόμαστε σε επαφή με τους άλλους ανθρώπους με τις θέσεις αυτών των σκέψεων μας, δρούμε με αυτές στο εξωτερικό περιβάλλον. Δρούμε έξω, αφού έχουμε «αντιδράσει» μέσα μας μέσω συνειρμών. Εσωτερικά λοιπόν η στάση μας, είναι πάντα ανταποκρινόμενη ως προς κάτι άλλο, συνήθως που θα έρθει, έξω από εμάς. Ένα φαινόμενο, το οποίο θα «κρίνουμε», ανάλογα τις καταγραφές μας που θα ερεθίσει. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι είναι πάντα προβλέψιμοι….

Το κοίταγμα όμως για το οποίο συζητάμε, αφορά, ξεκάθαρα μία δράση εσωτερική. Μία δράση όμως, που κανείς δεν μπορεί να δει, να διαπιστώσει ότι μας συμβαίνει, οπότε και να μας «τσεκάρει» ως προς αυτή.

Έχει να κάνει κατ’ αρχήν με ένα σταμάτημα μας, όλων των υπόλοιπων εσώτερων διαδικασιών, που το ίδιο αυτό σταμάτημα, αναπτύσσει με τη σειρά του ένα «χώρο» μέσα μας. Έναν άδειο χώρο, (από όλες τις υπόλοιπες συνειρμικές διαδικασίες και σκέψεις όπως είπαμε αφού έχουν σταματήσει), μέσα από τον οποίο θα μπορέσουμε «να δούμε», ….αλλιώς.

Αδειάζουμε λοιπόν κατά πρώτον. Καί από ιδέες, καί από πεποιθήσεις, καί από συναισθήματα. Ή αν θέλετε, τα αφήνουμε προσωρινά στην άκρη. Πατάμε «παύση» σε αυτά, αν το δούμε και υπό αυτήν την έννοια. Γιατί, και είναι λογικό, πως μπορούμε αντικειμενικά να δούμε κάτι, όταν ήδη έχουμε σχηματισμένες απόψεις οι οποίες και θα καθορίσουν ότι μα ότι κι αν κοιτάξουμε, μια και θα το «χρωματίσουν» ανάλογα με αυτές;

Αδειάζουμε λοιπόν, πατάμε παύση σε όλα, και ανοίγουμε αυτόν τον χώρο. Είναι αίσθηση. Πάμε δηλαδή, σε εσωτερικές αισθήσεις, πέραν των αισθημάτων που έχουμε συνηθίσει ως λύπη, χαρά κλπ. Έναν χώρο στον οποίο αισθανόμενοι, βιώνουμε πως δεν υπάρχει σε αυτόν, τίποτα μα τίποτα απολύτως. Είναι βασικό να το νιώσουμε αυτό. Πλήρες…κενό. Σαν γενική καθαριότητα ένα πράγμα…

Στη συνέχεια, εστιάζουμε την προσοχή μας, (πολύ μεγάλο «εργαλείο» η προσοχή), στο εν λόγο ζήτημα, πρόσωπο, κατάσταση, (και μόνο σε αυτό), και απλώς, το βλέπουμε όπως παρουσιάζεται. Ποια τα φαινόμενα δεδομένα του, και τι ακριβώς έχει συμβεί ως κατάσταση που το αφορά. Ξαναλέω, μόνο το βλέπουμε. Δεν κρίνουμε, δεν παίρνουμε θέση, δεν συγκρίνουμε, δεν νιώθουμε τίποτα εξαιτίας του (συνειδητά). Και ακριβώς σε αυτή τη φάση, κοιτάμε, (εστιάζοντας την προσοχή μας) σε αυτόν τον κενό χώρο που «δημιουργήσαμε» είπαμε πρωτύτερα, βλέποντας, στο «τι ακριβώς μας κάνει», αυτό το οποίο εξετάζουμε. Όχι διανοητικά. Όχι, «τι σκέψεις» έχουμε γι’ αυτό, αλλά ούτε και τι συναισθήματα μας προκαλούνται από αυτό.

Τα συναισθήματα ως προς αυτό, ξεκινούν από την προαναφερθείσα κατάληξη μας ως προς το εξεταζόμενο, καταχαρούμενο στην κατηγορία της έγκρισης ή της απόρριψης άρα, στην κατηγορία του «μ’ αρέσει» - «δε μ’ αρέσει», που σημαίνει έχουμε πάρει ήδη «θέση». Εδώ συζητώ να δούμε τι νιώθουμε ως προς αυτό, μη έχοντας πάρει γι’ αυτό, καμία απολύτως θέση. Απλώς, το εξετάζουμε. Γιατί αν έχουμε συναίσθημα ως προς αυτό, ήδη έχουμε καταλήξει σε συμπέρασμα ενώ το ζητούμενο είναι «το ψάξιμο» του. Το απλώς, κοίταγμα του.

Με αυτή τη στάση, κάποια στιγμή, θα νιώσουμε, κάτι μέσα μας ας το πούμε «να ανθίζει», (αυτή είναι η αρχική αίσθηση). Αυτό το άνθισμα, είναι η «αίσθηση» που έχουμε γι’ αυτό, η οποία περιλαμβάνει και πληροφορίες μέσα της οι οποίες και το αφορούν.

Καλή «προπόνηση» θεωρώ πως είναι να προσπαθήσουμε «να αισθανθούμε» ένα δέντρο, ή ένα φυτό αρχικά, για να «γνωρίσουμε» αυτή την αίσθηση. Όχι όμως ένα ζωντανό πλάσμα όπως το σκυλάκι μας, γιατί αυτό δεν είναι κάτι στατικό, οπότε θα μας μπερδέψει στα αρχικά τουλάχιστον βήματα, που δεν έχουμε εξοικειωθεί, μάθει να ζούμε με αυτήν την αίσθηση - λειτουργία. Το δέντρο όμως, που ενώ είναι κάτι ζωντανό που δεν κινείται, και δεν διαφοροποιείται εξωτερικά, είναι ιδανικό ως πεδίο της «προπόνησης» μας. Έχοντας λοιπόν «ανοίξει» χώρο μέσα μας, αποκλείοντας όπως είπαμε πρωτύτερα οτιδήποτε άλλο, αισθανόμενοι μονάχα το δέντρο, «συνδεόμαστε» μαζί του καθαρά, και μπορούμε, (και πάλι στα αρχικά στάδια για να εξοικειωθούμε) να χρησιμοποιήσουμε υποβοηθητικά και κάποιες ερωτήσεις ως προς το «κοίταγμα» μας. Αν νιώθει το δέντρο καλά με τη θέση του, αν είναι χαρούμενο, αν είναι σοβαρό, αν αντιλαμβάνεται την παρουσία μας, και ότι άλλο μας βγει, αφήνοντας να «μας μιλήσει» η αίσθηση μας γι’ αυτό….

Αν σας φαίνεται γραφικό όλο αυτό, (εννοώ για το δέντρο), μην δοκιμάσετε καν να το προσπαθήσετε, μια και ήδη έχετε αποκλείσει με τον προγραμματισμό σας στον εαυτό σας αυτή τη δυνατότητα… Προσωπικά, αποκλείω μονάχα, ότι έχω κάνει πράξη η ίδια ειδάλλως, δεν έχω το δικαίωμα να απορρίψω το οτιδήποτε, γιατί δεν είμαι γνώστης του!

Η ουσία εδώ, είναι πάντως, να καταλάβουμε πως όσο είμαστε στα δικά μας γνωστά δεδομένα αντίληψης, (που όλα περιστρέφονται γύρω από τη διανοητική λειτουργία), είναι αδύνατον να συλλάβουμε, άλλου είδους αισθήσεις, δυνατότητες αντίληψης του εαυτού μας, και γιατί όχι, δυνάμεις μέσα μας. Για να δούμε όμως κάτι άλλο, για να γνωρίσουμε κάτι άλλο, πρέπει, να αφήσουμε αυτό που χρησιμοποιούσαμε ως τώρα, αλλιώς, είμαστε ακόμα σε αυτό που ξέρουμε ήδη, άρα στους καθορισμούς μας.

Βέβαια, περνάμε κάποια στιγμή, από το να δούμε πως είμαστε, πως ήμασταν μέχρι πριν από αυτήν τη στιγμή και πίσω στο χρόνο, αλλά αυτό, είτε πρέπει να γίνει από τη θέση τη νέα, απορρίπτοντας, ή όπως προείπα αφήνοντας στην άκρη όλα τα προηγούμενα, είτε σιγά σιγά, ανακαλύπτοντας, βλέποντας και παρατηρώντας, «τι κάνουμε» ανά πάσα στιγμή, ποια τα κίνητρα μας, και ποια η αλήθεια μας. Κυρίως ψάχνοντας βεβαίως τα υποσυνείδητα δεδομένα κι αυτό μπορούμε να το δούμε και να το ανακαλύψουμε, σε κάθε τι για το οποίο νιώθουμε ακόμα και την παραμικρότερη δυσφορία.

Το προχώρημα μας όμως, αναγνωρίζεται πάντα σε κάτι, ή από κάτι, νέο, που κάνοντας το μας προάγει γιατί κατά τη συνέχεια, όλο και καινούριες διαπιστώσεις συναντάμε, όχι με την πεπατημένη λοιπόν, και ποτέ εκ του ασφαλούς, κρατώντας μόνιμα μονάχα τα γνωστά. Γιατί μονάχα στην πράξη τελικά μπορούμε να βιώνουμε. Γιατί η πράξη, και το βίωμα της, δεν είναι θύμηση. Και ισχύει μόνο στον παρόντα χρόνο. Δεν μπορεί να βίωσα κάτι προχθές για το οποίο να ένιωσα υπέροχα, «και να το μεταφέρω» στο σήμερα μου. Μόνο, να το βιώσω εκ’ νέου, ολοκαίνουριο τώρα μπορώ, και απλά η σκέψη μου, να με ενημερώσει ότι το γνωρίζω, αλλά τώρα το νιώθω. Διότι το χθες είναι χθες, και το προχθές - προχθές.

Το ζητούμενο είναι να μπορώ, να βιώνω κάθε τι, κάθε στιγμή που; Στον ΑΔΕΙΟ ΧΩΡΟ! Όχι να «διανοούμαι», ως προς αυτό γιατί αυτό κάνουμε. Να βιώνουμε πρέπει. Και να νιώθουμε αυτό που βιώνουμε. Όντες, ανά πάσα στιγμή χωρίς την οποιανδήποτε καταγραφή! Να έχουμε λοιπόν μνήμη, αλλά όχι παρελθόν χρειάζεται. Όχι παρελθόν που να μας καθορίζει, και να το κουβαλάμε ως «βάρος». Τότε μονάχα θα βρισκόμαστε σε μία αντιληπτική θέση τελείως διαφορετική από αυτή της νοητικής γνωστής διαδικασίας που καταχωρεί, κατηγοριοποιεί, κρίνει, οπότε και διαστρεβλώνει την αντίληψη μας για την πραγματικότητα.

Σε αυτό στηρίζεται και το ότι «όπως σκέφτεται» κάποιος για τη ζωή του «έτσι και είναι»! Γιατί, χρησιμοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος του, αποφασίζει και βλέπει, μόνο «μέσα» από το μυαλό. Τη λογική σκέψη. Την «flat» οπτική, που αποκλείει οτιδήποτε πέραν αυτών που έχουν συμβεί, με το βάρος όμως που κουβαλάνε, το οποίο ο ίδιος έχει προσάψει στον εαυτό του.

Το σημαντικό εδώ, σε όλο αυτό που περιγράφηκε, δεν είναι να χρησιμοποιηθεί, για να βλέπουμε μόνο τι ισχύει βαθύτερα στα πάντα γύρω μας, αλλά, στο να ανακαλύψουμε και να διαπιστώσουμε στην πράξη ο καθένας μέσα του πως αυτή η αίσθηση, αυτή η «φωνούλα», είναι πάλι μία φωνή δική μας! Και πως, αφορά, ένα βαθύτερο μέρος του εαυτού μας, το οποίο είναι απαλλαγμένο όμως από τις πεποιθήσεις και τους προγραμματισμούς που μας έχουν κάνει όλους μας να λειτουργούμε σαν «ζόμπι».


Δεν θα σας μιλήσω μεταφυσικά ότι υπάρχει ένα ανώτερο εγώ ή ένας ανώτερος εαυτός κλπ (αν και το έκανα πολλές φορές στο παρελθόν), αλλά θα σας πω, πως υπάρχουν λειτουργιές μας, οι οποίες ακόμα και στο μεταφυσικό χώρο να εδράζουν, δεν παύουν να μπορούν να βιωθούν από εμάς εδώ, τώρα, και τις οποίες μπορούμε, (έχουμε αυτή τη δυνατότητα) να τις εντάξουμε στην καθημερινότητα μας, εφόσον διευκολύνουν τη ζωή μας, τις σχέσεις μας με αυτούς που αγαπάμε, κι εμάς τους ίδιους στο πως αισθανόμαστε καί για τον εαυτό μας, καί για τα πάντα γύρω μας, με λίγα λόγια, που μας οδηγούν στη γαλήνη, τη χαρά και γιατί όχι την ευτυχία. Από εμάς μονάχα εξαρτάται. Από κανέναν άλλον, και από τίποτα.